βάι — (λ. τουρκ.), επιφώνημα που εκφράζει λύπη και στενοχώρια: Βάι, βάι! Τι θα κάνουμε! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαί' — βαίᾱͅ , βαία nurse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βᾶι — Βᾷ , Βᾶς masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾶι — βᾷ , βάζω speak fut ind mid 2nd sg (epic) βᾷ , βάζω speak fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαίω — Βαί̱ω , Βαῖος masc nom/voc/acc dual Βαί̱ω , Βαῖος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαίοις — Βαί̱οις , Βαῖος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαίου — Βαί̱ου , Βαῖος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαίων — Βαί̱ων , Βαῖος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαίῳ — Βαί̱ῳ , Βαῖος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИВЫ — • Thebae, Θη̃βαι, 1. в древнейшее время Θήβη (Ноm. Od. 9, 264. 274), по беотийски Θει̃βαι, столица Беотии, была расположена среди холмистой, хорошо орошенной, очень плодородной равнины, годной особенно для коневодства. Согласно … Реальный словарь классических древностей